- χειρόχωλος
- χειρό-χωλος, ον,A maimed in the hand, Hippon.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρόχωλος — ον, Α αυτός που έχει ακρωτηριασμένο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + χωλός «κουτσός»] … Dictionary of Greek
χειρόχωλον — χειρόχωλος maimed in the hand masc/fem acc sg χειρόχωλος maimed in the hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)